- τεσσαρακοστή
- Η σαρακοστή κατά την ιερατική ορολογία. Σαρανταήμερη νηστεία, που ανάγεται στους προχριστιανικούς χρόνους. Η γιορτή του Πάσχα, γιορτή καθαρά εβραϊκή, διατηρήθηκε και από τους Χριστιανούς με την καθιέρωση νηστείας πριν την έλευσή της. Πάντως, έως το τέλος του 2ου αι., η πριν το Πάσχα νηστεία ήταν άγνωστη, εκτός από νηστεία 1-2 ημερών. Μερικοί χριστιανοί δηλαδή νήστευαν μόνο τη Μεγάλη Παρασκευή και άλλοι τη Μεγάλη Παρασκευή και το Μεγάλο Σάββατο. Αργότερα ωστόσο η νηστεία γενικεύτηκε, χωρίς καθορισμένο από την Εκκλησία αριθμό ημερών. Στα μέσα του 3ου αι., όπως φαίνεται από μια επιστολή του επισκόπου Διονυσίου της Αλεξάνδρειας που διασώθηκε, πολλοί άρχισαν να νηστεύουν όλη τη μεγάλη εβδομάδα. Το γεγονός αναφέρει και ο Μέγας Αθανάσιος. Την πρώτη αναφορά της μετάβασης από την εξαήμερη στη σαρανταήμερη νηστεία βρίσκουμε σε επιστολή της εποχής καθώς και σε κείμενο της Γαλλίδας προσκυνήτριας των Αγίων Τόπων Συλβίας, που γράφει, ότι η προπαρασκευή για το Πάσχα με νηστεία είναι καθιερωμένη στην Ιερουσαλήμ και διαρκεί 8 εβδομάδες (4ος αι.). Στον 5o αι., ο ιστορικός Σωκράτης γράφει, ότι η νηστεία ποικίλει σε αριθμό ημερών κατά περιοχές.
Η πρώτη εβδομάδα της τ. ονομάζεται καθαρά και η Κυριακή της της Ορθοδοξίας. Η μεθεπόμενη Κυριακή ονομάζεται 2ης Σταυροπροσκυνήσεως. Η Κυριακή, της έκτης εβδομάδας ονομάζεται των Βαΐων. Το κορύφωμα της τ. είναι η μεγάλη εβδομάδα. Η νηστεία της τ. λήγει τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου ευθύς μετά τη λειτουργία της Ανάστασης.
* * *η, ΝΜΑεκκλ. η σαρακοστήαρχ.1. (στη Χίο) νομισματική μονάδα2. (ενν. μοῑρα) φόρος στο ένα τεσσαρακοστό φορολογητέας ποσότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. τεσσαρακοστός*].
Dictionary of Greek. 2013.